Σαρακοστή ή Τεσσαρακοστή

Σαρακοστή ή Τεσσαρακοστή
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία νηστεία 40 ημερών, όπως των Χριστουγέννων, και 48 ημερών, όπως του Πάσχα, η οποία λέγεται και Μεγάλη Σαρακοστή. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους η περίοδος της Σ. ήταν αφιερωμένη στην προπαρασκευή των κατηχούμενων, οι οποίοι την ημέρα του Πάσχα θα δέχονταν το βάπτισμα και θα γίνονταν δεκτοί στην Εκκλησία. Τότε υπήρχε σημαντική διαφορά σχετικά με τη διάρκεια και τον τρόπο της νηστείας της Σ. του Πάσχα. Σήμερα οι εβδομάδες της Σ. έχουν διαφορετικό χαρακτήρα, ανάλογα με την αναμνηστική εορτή στην οποία έχουν αφιερωθεί, όπως A’ Νηστειών ή Καθαρή Εβδομάδα, Κυριακή της Ορθοδοξίας, Κυριακή των Βαΐων κλπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τεσσαρακοστή — Η σαρακοστή κατά την ιερατική ορολογία. Σαρανταήμερη νηστεία, που ανάγεται στους προχριστιανικούς χρόνους. Η γιορτή του Πάσχα, γιορτή καθαρά εβραϊκή, διατηρήθηκε και από τους Χριστιανούς με την καθιέρωση νηστείας πριν την έλευσή της. Πάντως, έως… …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρακοστή — η σαρακοστή (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • сорокоуст — род. п. а сорокадневный молебен за упокой души умершего , укр. сорокоуст, блр. сороковуст, русск. цслав. сорокустиɪе, сорокоустиɪе ср. р., сорокоустиɪа ж., также великий пост (Срезн. III, 465). Из ср. греч. σαρακοστή от τεσσαρακοστή сорокадневный …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • сорок — род. п. а, укр. сорок, др. русск. сорокъ сорок (РП, Ипатьевск. летоп.), связка из 40 собольих шкур (часто в грам. ХIV–ХV вв.; см. Срезн. III, 465 и сл.). Из русск. заимств. польск. sоrоk связка из 40 собольих шкур (XVI–XVII вв.; см. Брюкнер 507) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • sărăcustă — SĂRĂCÚSTĂ s. v. sărindar. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  sărăcústă s.f. (înv. şi reg.) 1. rugăciune, sărindar; slujbă de pomenire a morţilor făcută în sâmbetele postului Paştilor. 2. interval de 40 de zile. 3. (la pl., în forma:… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”